γούπατο

γούπατο
το
χαμήλωμα του εδάφους, βαθούλωμα, γούβα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γούπατο — το η γούβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γούβα + πάτος, με συμφυρμό και απλολογία] …   Dictionary of Greek

  • αντίφλογο — το φλόγα, λάμψη, ακτινοβολία («ο ήλιος έριχνε τ αντίφλογό του μέσ στο γούπατο», Βλαχογιάννης) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”